αὐξητικούς

αὐξητικούς
αὐξητικός
growing
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουρουνέλαιο — Λάδι που παρασκευάζεται από συκώτι ψαριών της οικογένειας των γαδιδών. Είναι πηχτό, με χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή και πιο σκούρο και με χαρακτηριστική μυρωδιά. Αποτελείται κυρίως από τριγλυκερίδια ακόρεστων οξέων και περιέχει μικρή ποσότητα… …   Dictionary of Greek

  • μυκήτωμα — το [μύκης] 1. ιατρ. φλεγμονώδης υποδόριος ψευδοόγκος, που συνήθως εντοπίζεται στα κάτω άκρα, αλλά ορισμένες φορές και σε άλλα μέρη τού σώματος 2. εντομολ. σύνολο συμβιωτικών κυττάρων που βρίσκονται στο έντερο μερικών ειδών εντόμων και καλούνται… …   Dictionary of Greek

  • κυτταροκίνες — Ομάδα διαλυτών –βιολογικά ενεργών– πρωτεϊνών, μικρής μοριακής μάζας, οι οποίες εκκρίνονται από ένα κύτταρο προκειμένου να τροποποιήσουν τη δική του λειτουργία, οπότε γίνεται λόγος για αυτοκρινή δράση των γειτονικών του κυττάρων (παρακρινής δράση) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”